- μελιγδούποισι
- μελίγδουποςsweet-soundingmasc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίγδουπος — μελίγδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκό ήχο, που ηχεί ευχάριστα, γλυκός, γλυκύφωνος («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γδοῦπος (πρβλ. μεγαλό γδουπος)] … Dictionary of Greek
μελίζω — (ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω) κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῡσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι … Dictionary of Greek